χάφτ
(ουσ.)
χάφτ'
[xaft]
Ποτάμ., Σινασσ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. haft = πατητήρι, το οπ. από το αραβ. ḥawḍ (βλ. Tietze 2016, λ. haft/havut).
1. Πατητήρι
Ποτάμ.