ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χάφτ (ουσ.) χάφτ' [xaft] Ποτάμ., Σινασσ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. haft = πατητήρι, το οπ. από το αραβ. ḥawḍ (βλ. Tietze 2016, λ. haft/havut).
1. Πατητήρι Ποτάμ.
2. Ποτίστρα Σινασσ. Συνών. γιαλάκι, λακκί, χαβούζι
Τροποποιήθηκε: 27/01/2025