ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χέζω (ρ.) χέζω [ˈçezo] Ουλαγ., Σινασσ. χέζου [ˈçezu] Μισθ., Ουλαγ. σ̑ένω [ˈʃeno] Μαλακ., Σίλατ., Φάρασ., Φλογ. Αόρ. έχεσα [ˈeçesa] Ουλαγ. χέσα [ˈçesa] Μισθ. έσ̑εσα [ˈeʃesa] Τσουχούρ., Φάρασ. Εν. γ' εσ̑έσινι [eˈʃesini] Αφσάρ. Υποτ. χέσου [ˈçesu] Μισθ. σ̑έσω [ˈʃeso] Κίσκ. Προστ. χέσε [ˈçese] Ουλαγ. Αόρ. Παθ. Εν. γ' σ̑έσιν [ˈʃesin] Φάρασ. Μτχ. σ̑εμένου [ʃeˈmenu] Φάρασ. Από το αρχ. ρ. χέζω. Ο τύπ. σ̑ένω με μεταπλασμό κατά τα ρ. σε -νω (βλ. Ανδριώτης 1948: 43).
1. Χέζω, αφοδεύω ό.π.τ. : «Χέσε, κιρίκα μ', χέσε.» τράν'σε, χέζ’ αλτούνια εγίπ’ ((«Χέσε, γάιδαρε, χέσε», κοίταξε, χέζει χρυσά νομίσματα· από παραμύθι) Ουλαγ. -Dawk. 'στέρου έφαέν ντα ο γαμbρός, στέρου πήγεν να σ̑έσει (Έπειτα τα έφαγε ο γαμπρός, έπειτα πήγε να χέσει) Φάρασ. -Dawk. σ̑έσιν πάνω του (Χέστηκε πάνω του) Φάρασ. -Παπαστ.-Καρακ. Α ημέρα ο Ναστρατήν Χότσας έσ̑ισινι ση στρώση· χαρέ τουσουντά τούς ν'τα ειπεί ση ναίκα του! (Μια μέρα ο Νασρεντίν Χότζας έχεσε στο κρεβάτι του· τώρα σκέφτεται πώς θα το πει στη γυναίκα του) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. || Φρ. Χέσαν απέσ’ (Έχεσαν μέσα˙ Απέτυχαν παταγωδώς σε μιά υπόθεση) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Χέσου βαβά σ' του στόμα (να χέσω του πατέρα σου το στόμα˙ εκφράζει επίπληξη ή απορία) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Να σ̑έσου τ' 'ενιά σ' (Να χέσω τη γενιά σου˙ ύβρις) Μαλακ. -Τζιούτζ. || Παροιμ. Ότις σπουδάζει να σ̑ένει, σ̑ένει δυό φορέδες (Όποιος βιάζεται να χέσει, χέζει δύο φορές˙ για τα άσχημα αποτελέσματα της βιασύνης) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Το γαϊρίδι σόπου 'άν’dα τσ̑ενdείς πολύ, για ’α σε σ̑έσει, για ’α σε ’αχτίσει (το γαϊδούρι, όσο το κεντρίζεις πολύ ή θα σε χέσει ή θα σε κλοτσήσει˙ κι η υπομονή έχει τα όριά της) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Παι τα πουλία του σ̑ένει ση φωλία του 'πέσου (Πηγαίνει τα πουλιά του, χέζει τη φωλιά του μέσα˙ για την αγνωμοσύνη) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Το σ̑κυλί σον γετ-τίσ̑' το βαdέ τ', σ̑έν' τζαμιδιού θύρα (Το σκυλί όταν έρθει η ώρα του να πεθάνει, χέζει στην πόρτα του τζαμιού˙ Μωραίνει Κύριος ον βούλεται απολέσαι) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361
2. Σε φράσεις που δηλώνουν αδιαφορία ή περιφρόνηση Μισθ. : Αμάν χέσου ντου ντουρνάχ τ’νι (αμάν να χέσω την καλοσύνη τους) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.