χειροδάχτυλο
(ουσ. ουδ.)
χεροντάχτυλου
[çerοˈdaxtilu]
Μισθ.
χεροdάχτλου
[çerοˈdaxtlu]
Μισθ.
σ̑εριδάχτι
[ʃeriˈðaxti]
Αφσάρ., Τσουχούρ.
σ̑ειρολάχτ'
[ʃiroˈlaxt]
Σίλατ., Φλογ.
γιορολάχτ'
[ʝoroˈlaxt]
Αξ.
σ̑ειρ’λάχ'
[ʃirˈlax]
Ανακ.
χιορλάκ'
[çorˈlak]
Τροχ.
σ̑ορλάχ'
[ʃorˈlax]
Μισθ.
Πληθ.
σ̑εριδάχτα
[ʃeriˈðaxta]
Αφσάρ., Τσουχούρ.
Πληθ.
χεροντάχτυλα
[çerοˈdaxtila]
Μισθ.
Από το μεσν. ουσ. χειροδάκτυλος = δαχτυλήθρα. Πβ. χεροδάθτυλο, χεροδάτ-τυλο Καλαβρ.
Xερόχτι (χειρόκτιο), ξύλινο προστατευτικό γάντι που φορούσαν οι θεριστές
ό.π.τ.
:
Φόρουναμ' ντα χεροντάχτυλα να πιάσουμ' ένα γαζά γεννήμαδα σου χούφτα μας
(Φορούσαμε τα χειροδάκτυλα να πιάνουμε περισσότερα στάχυα στην παλάμη μας)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Όταν παίνηξαμ' να χερίσουμ' μι δου ντερπάν' κοβιόδουμιστι, χτυπούσαν τα χεροντάχτυλα
(Όταν πηγαίναμε να θερίσουμε με το δρεπάνι κοβόμασταν, χτυπούσαν τα χεροδάχτυλα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Έχου τσι δου ντερπάνι μ', έχου τσι δα χεροντάχτυλα μ'
(Έχω και το δρεπάνι μου, έχω και τα χεροδάχτυλά μου)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ