ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χειροδάχτυλο (ουσ. ουδ.) χεροντάχτυλου [çerοˈdaxtilu] Μισθ. χεροdάχτλου [çerοˈdaxtlu] Μισθ. σ̑εριδάχτι [ʃeriˈðaxti] Αφσάρ., Τσουχούρ. σ̑ειρολάχτ' [ʃiroˈlaxt] Σίλατ., Φλογ. γιορολάχτ' [ʝoroˈlaxt] Αξ. σ̑ειρ’λάχ' [ʃirˈlax] Ανακ. χιορλάκ' [çorˈlak] Τροχ. σ̑ορλάχ' [ʃorˈlax] Μισθ. Πληθ. σ̑εριδάχτα [ʃeriˈðaxta] Αφσάρ., Τσουχούρ. Πληθ. χεροντάχτυλα [çerοˈdaxtila] Μισθ. Από το μεσν. ουσ. χειροδάκτυλος = δαχτυλήθρα. Πβ. χεροδάθτυλο, χεροδάτ-τυλο Καλαβρ.
Xερόχτι (χειρόκτιο), ξύλινο προστατευτικό γάντι που φορούσαν οι θεριστές ό.π.τ. : Φόρουναμ' ντα χεροντάχτυλα να πιάσουμ' ένα γαζά γεννήμαδα σου χούφτα μας (Φορούσαμε τα χειροδάκτυλα να πιάνουμε περισσότερα στάχυα στην παλάμη μας) Μισθ. -Κοτσαν. Όταν παίνηξαμ' να χερίσουμ' μι δου ντερπάν' κοβιόδουμιστι, χτυπούσαν τα χεροντάχτυλα (Όταν πηγαίναμε να θερίσουμε με το δρεπάνι κοβόμασταν, χτυπούσαν τα χεροδάχτυλα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Έχου τσι δου ντερπάνι μ', έχου τσι δα χεροντάχτυλα μ' (Έχω και το δρεπάνι μου, έχω και τα χεροδάχτυλά μου) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ