ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χελεσέ (ουσ. ουδ.) χ̇ελεσ̑έ [xele'ʃe] Αξ., Τροχ. χελεσ̑έ [çele'ʃe] Αξ., Μαλακ., Φλογ. κελεσέ [cele'se] Αξ. κελετσέ [cele'tse] Αξ. χ̇ελεσί [xele'si] Τροχ. χα̈λεσ̑ά [çaleˈʃa] Μισθ. χελεσ̑ά [çeleˈʃa] Αξ., Φλογ. χα̈λασ̑ά [çalaˈʃa] Μισθ. Πληθ. χελεσέδια [çele'seðʝa] Μαλακ., Φλογ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. haleşen = πολυκοσμία, όπου και διαλεκτ. τύπ. haleşen.
Συνάθροιση (κυρίως γυναικών) με σκοπό την συζήτηση ή το κουτσομπολιό, παρέα ό.π.τ. : Έλα τσ̑αού 'ς χα̈λασ̑ά μας (Έλα εδώ στην παρέα μας) Μισθ. -Κοτσαν. Τοπλάνdαναν οι γυναίκες κι έκαναν χελεσ̑έ (Μαζεύονταν οι γυναίκες κι έκαναν παρέα) Τροχ. -ΚΜΣ-ΚΠ289 Συνών. αρκαντασλίκι, γαφλές, γοβτσουλούχι, παρχανάς :2, σερεχάτι, χελεσέ
Τροποποιήθηκε: 05/03/2025