χεμ
(σύνδ.)
χεμ
[çem]
Αξ., Αραβαν., Μισθ., Σίλ., Φλογ.
εμ
[em]
Ουλαγ., Σατ.
έμι
[ˈemi]
Φάρασ.
χέμιν
[ˈçemin]
Σινασσ.
α̈́μι
[ˈæmi]
Αφσάρ.
χέμκι
[ˈçemci]
Σίλ.
Από τον τουρκ. σύνδ. hem = και, επίσης, όπου και διαλεκτ. τύπ. em.
Και, επίσης
ό.π.τ.
:
Χεός χεμ ανεβάσ̑' χεμ κατεβάσ̑'
(Ο θεός και (μας) ανεβάζει και (μας) κατεβάζει)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Σ’ ένα μέρα μέσα χεμ χαλάνουν χεμ χτίνουν ένα καινούργιο σπίτ’
(Σε μιά μέσα μἐσα και χαλούν και χτίζουν ένα καινούργιο σπίτι)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Εμ ιτό εμ εκείνο
(Και αυτό και εκείνο)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Πολύ χοσ̑άσσα ήτου χέμκι πολύ αqαλούσσα ήτου
(Ήταν πολύ όμορφη και επίσης πολύ έξυπνη)
Σίλ.
-Dawk.
Εμ δεβάσκιν το Ευαγγέλιο το ορτό του, εμ βκαλίgιν λόγος, να γροικίσουν οι χωρώτοι τ’ άσλι του
(Και διάβαζε το Ευαγγέλιο σωστά, και έβγαζε λόγους, να καταλαβαίνουν οι χωριάτες το νόημά του)
Σατ.
-Παπαδ.