χέλχατζα
(ουσ.)
χέλχαdζα
[ˈçelxadza]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. kerkenez = κιρκινέζι (Falco tinnunculus), όπου και διαλεκτ. τύπ. kelkenez και kerkencek, το οπ. απώτερης ελλ. αρχής από το αρχ. κέρχνη και κερχνηίς.
Είδος μικρού γερακιού