χερ
(αντων.)
χ̇ερ
[xer]
Αραβαν., Αφσάρ., Ουλαγ., Σατ., Σίλ., Φάρασ., Φκόσ.
χα̈ρ
[xær]
Φάρασ.
χελ
[çel]
Σίλ.
χέλι
[ˈçeli]
Σίλ.
ερ
[er]
Φάρασ.
α̈ρ
[ær]
Αφσάρ.
χ̇έρι
[ˈxeri]
Φάρασ.
Από την τουρκ. αντων. her = κάθε, όπου και διαλεκτ. τύπ. er. Για την σύνταξή της βλ. Αναστασιάδης (1976: 165).
Κάθε
ό.π.τ.
:
Χ̇ερ ντο μέρα
(Κάθε μέρα)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Χα̈ρ βαχίτι
(Κάθε στιγμή)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Χ̇ερ βακι̂́τ
(κάθε στιγμή)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Χ̇ερ σο τίπου
(Σε κάθε τι, σε οτιδήποτε)
Φάρασ.
-Παπαστ.-Καρακ.
Χ̇ερ ο νομάτ' αέν τζ̑ό 'νι
(Ο κάθε άνθρωπος δεν είναι ένα, δηλ. δεν είναι όλοι το ίδιο)
Αφσάρ.
-Αναστασ.
Χελ ο γεις τους
(ο καθένας τους)
Σίλ.
-Αναστασ.
Α γέρους χερ τη μέρα παίρκιν καρβώνα σο τίτου
(Ένας γέρος κάθε μέρα πήγαινε κάρβουνα στο τέτοιο)
Φάρασ.
-Bağr.
Κειάτ' μου ρώκις τ' κιτάπι ψάλλου τα χέλι μέρα
(Το βιβλίο που μου έδωσες το διαβάζω κάθε μέρα)
Σίλ.
-ΔΕΟ
Xερ Κυριακής τ' Ευαγγέλιο ξέρεις τα μ';
(Κάθε Κυριακής το Ευαγγέλιο το ξέρεις;)
Σίλ.
-ΔΕΟ
|| Φρ.
Χ̇έρι το σ̑έγι
(Το κάθε πράγμα˙ Τα πάντα, όλα)
Φάρασ.
-Dawk.Boy
Χ̇έρ τὄινα
(Κάθε το ένα˙ το καθένα)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.