ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χελώνα (ουσ.) χελώνα [çeˈlona] Αξ., Γούρδ., Μισθ. σ̑ελώνα [ʃeˈlona] Σίλ. σ̑ιλώνα [ʃiˈlona] Ανακ., Μαλακ., Φλογ. σ̑ι-ώνα [ʃiˈona] Φάρασ. σ̑ώνα [ˈʃona] Φάρασ. χιολώνα [çoˈlona] Αραβαν. σ̑ολώνα [ʃoˈlona] Σίλ., Σινασσ., Φερτάκ. Από το αρχ. ουσ. χελώνη (στην σημ. 1) με μεταπλ. σε αναλογ. προς άλλα θηλ. ουσ. σε .
1. Χελώνα ό.π.τ. : «Nα μην μπορείς να σηκωθείς ορτός σα ποδάρε σου πάνω, να σερματιέσαι!». Τζ̑ι απιδού στην άκρα 'ενότουνε σ̑ι-ώνα («Να μη μπορείς να σηκωθείς όρθια στα ποδάρια σου, να σέρνεσαι!». Και από τότε έγινε χελώνα· ) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Παροιμ. Τ' χ̇ελώνα απ' ένα αμbέλ' πήραν γκαι κ̒̒ούντσαν ντο 'ς άλλο αμbέλ· και τ' χ̇ελώνα: "άdαμ σένdε, ετό τ' αμbέλ' α ντε γένει, αζ γενεί ετό τ' αμbέλ'», είπεν (Τη χελώνα από ένα αμπέλι την πήραν και την πέταξαν σε άλλο αμπέλι, και η χελώνα είπε: "Ωχ, άνθρωπε, αν δεν αυτό το αμπέλι, ας είναι το άλλο αμπέλι»˙ Για τις περιπτώσεις όπου μας είναι αδιάφορη η μεταβολή που έγινε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. 'σ' τ' α 'μbέλι πήραν ντη σ̑ι-ώνα, κόντ'σ̑αν ντα 'ς ανάβου 'μbέλι· είπεν ντι κι η σ̑ι-ώνα "Ατό τ' αμbέλι να μη να 'νι, 'ς έν' ατα̈́ τ' αμbέλι» (Από το ένα αμπέλι πήραν τη χελώνα, την έρριξαν σε ένα άλλο αμπέλι· είπε κι η χελώνα «Αυτό το αμπέλι αν δεν είναι, ας είναι τούτο τ' αμπέλι»˙ Για τις περιπτώσεις όπου δεν μας νοιάζει αν θα αλλάξουμε τόπο εργασίας ή αφεντικό) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. "Χιολώνα, πού, παίνεις;" - «Σον Αϊν-Dάφο.» - «Ασ' το σάλεμα σ' φαίνεσαι» ("Χελώνα, πού πηγαίνεις;" - «Στον Άγιο Τάφο.» - «Από το βάδισμά σου φαίνεται.»˙ Για όσους καταπιάνονται με δουλειές που είναι παραπάνω από τις δυνάμεις τους) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. «Σ̑ολώνα, πού πας;" - «Σο Χριστό.» - «Απ' το σάλεμα σ' φαίνεσαι» ("Χελώνα, πού πηγαίνεις;" - «Στον τάφο του Χριστού.» - «Από το βάδισμά σου φαίνεται.»˙ Για όσους καταπιάνονται με δουλειές που είναι παραπάνω από τις δυνάμεις τους) Φερτάκ. -Αρχέλ. || Ασμ. Στου Γιαννάκη μου το γάμο ένα δράκο θένα σφάξω […]
να του δώσω και σαdούκια του σ̑ολώνας τα καμούκια
(Στου Γιαννάκη μου τον γάμο έναν δράκο θα σφάξω […]
θα του δώσω (ως προίκα) και σεντούκια της χελώνας τα καβούκια)
Σινασσ. -Αρχέλ.
2. Ξύλινο μάνταλο συχνά σε σχήμα χελώνας, ξύλινο κλειδί Αραβαν.