χειρόχτι
(ουσ. ουδ.)
χειρόχτσι
[çiˈroxtsi]
Γούρδ.
σ̑ορόφτι
[ʃοˈrofti]
Σινασσ.
Νεότ. ουσ. χειρόχτι και χειρόφτι (Mackridge 2021: 151), τα οπ. από τύπ. χειρόκτρι (βλ. Λεξ. Βάιγ), από < μεσν. χειρόρτι.
Πβ.
ποδόρτι
Γάντι
ό.π.τ.