χειρ-χειρότερα
(επίρρ.)
χειρ-χειρότερα
[çirçiˈrotera]
Μαλακ.
Από το επίρρ. χειρότερα με με εμφατ. αναδιπλ.
Στον χειρότερο δυνατό βαθμό