ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χεζίρι (ουσ. ουδ.) χεζίρ [çeˈzir] Φλογ. χεζ̑ίρι [çeˈ ʒiri ] Φάρασ. Πληθ. χεζίρια [çeˈzirʝa] Μαλακ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. hezir = είδος φόρου για τα κηπευτικά είδη (THADS, λ. hezir I)
1. Φόρος για τα αμπέλια Φάρασ., Φλογ. : Τρία νομάτοι πααίνκαν σα ’μπέλε, είχε τζαι ο μιχτάρ τεφτέρι, στέρου το χεζ̑ίρι πιτουρτάνκενdα (Τρεις άνθρωποι πήγαιναν στα αμπέλια και ο δημογέροντας είχε τεφέρι, μετά ο φόρος για τα αμπέλια εισπραττόταν) -Θεοδ.Παραδ.
2. Φόρος για τα μελίσσια Μαλακ.