χεζίρι
(ουσ. ουδ.)
χεζίρ
[çeˈzir]
Φλογ.
χεζ̑ίρι
[çeˈ ʒiri ]
Φάρασ.
Πληθ.
χεζίρια
[çeˈzirʝa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. hezir = είδος φόρου για τα κηπευτικά είδη (THADS, λ. hezir I)
1. Φόρος για τα αμπέλια
Φάρασ., Φλογ.
:
Τρία νομάτοι πααίνκαν σα ’μπέλε, είχε τζαι ο μιχτάρ τεφτέρι, στέρου το χεζ̑ίρι πιτουρτάνκενdα
(Τρεις άνθρωποι πήγαιναν στα αμπέλια και ο δημογέροντας είχε τεφέρι, μετά ο φόρος για τα αμπέλια εισπραττόταν)
-Θεοδ.Παραδ.
2. Φόρος για τα μελίσσια
Μαλακ.