χειλέρι
(ουσ.)
σ̑'λέρ'
[ˈʃler]
Φερτάκ.
Από το μεταγν. ή μεσν. ουσ. χειλάριον, υποκορ. του χεῖλος, με αποβολή του άτονου [i] και -έρι αναλογ. προς άλλα ουδ. σε -έρι.
Χείλι