χειρομύλι
(ουσ. ουδ.)
χερομύλ'
[çeroˈmil]
Αραβαν., Γούρδ.
χ̇ερεμύλ'
[xereˈmili]
Μισθ., Τσαρικ.
χειρ’μύλ’
[çirˈmil]
Αξ., Τροχ.
σ̑ειρομύλ'
[ʃiroˈmil]
Ανακ., Σίλατ., Φλογ.
σ̑ερομύλ'
[ʃeroˈmil]
Ποτάμ., Σινασσ., Τζαλ.
σ̑ορομύλ’
[ʃoroˈmil]
Μαλακ., Σινασσ.
σ̑ουρ'μούλι
[ʃurˈmuli]
Αφσάρ., Φάρασ., Φκόσ.
σ̑ουλ'μούρι
[ʃulˈmuri]
Φάρασ.
σαλμούρι
[salˈmuri]
Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. χειρομύλιν, πβ. Βιβλ. Τακτ. 6.23.5 «χειρομύλιν, ἀξίνην, πελέκι», το οπ. από το μεταγν. ουσ. χειρομύλιον (υποκορ. του ουσ. χειρομύλη). Ο τύπ. σ̑ουλμούρι με μετάθ. των [l] και [r] (βλ. Ανδριώτης 1948: 56). Ο τύπ. σ̑ορομύλ’ με επίδρ. των τύπ. σέρι και σ̑έρι (βλ. λ. χέρι) με υποχωρητ. αφομ. [e-o] > [ο-o]. Ο τύπ. σ̑ουρ'μούλι από τον τύπ. σ̑ορομύλ' με στενώσεις του [ο] > [u] και προφορά του <υ> ως [u] (σ̑ορομύλ’ > σ̑ουρουμούλ’ > σ̑ουρ΄μούλ’), Ο τύπ. σ̑ουλ'μούρ’ με μετάθ. των [l] και [r].
1. Μικρός χειροκίνητος μύλος
ό.π.τ.
2. Συνεκδοχ., η καθεμία από της πέτρες του χειρόμυλου
Μισθ., Ποτάμ.
:
|| Φρ.
Τ’ κάτ’ ντου χ̇ερεμύλι
(το κάτω χερόμυλο˙ η κάτω πέτρα του χειροκίνητου μύλου)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.