ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χειροπάνι (ουσ. ουδ.) χειροπάν' [çiroˈpan] Σινασσ. χεροπάν' [çeroˈpan] Αραβαν., Γούρδ. σ̑οροπάν’ [ʃoroˈpan] Ανακ., Τελμ. σ̑ορ'πάν' [ʃorˈpan] Τελμ. Aπό το νεότ. ουσ. χείρα και το ουσ. πανί. Ο τύπ. χεροπάν' από το ουσ. χέρι και το ουσ. πανί. Η λ. χεροπάνι απαντά στην λεξικογραφική παραγωγή του 19ου αι.
1. Χειροπετσέτα φαγητού ό.π.τ.
2. Πετσέτα γενικώς Τελμ. : Το μωρό φάσκιαζάμ' ντο με τα σ̑ορπάνια (Το μωρό το φασκιώναμε με τις πετσέτες) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ.