χειροπάνι
(ουσ. ουδ.)
χειροπάν'
[çiroˈpan]
Σινασσ.
χεροπάν'
[çeroˈpan]
Αραβαν., Γούρδ.
σ̑οροπάν’
[ʃoroˈpan]
Ανακ., Τελμ.
σ̑ορ'πάν'
[ʃorˈpan]
Τελμ.
Aπό το νεότ. ουσ. χείρα και το ουσ. πανί. Ο τύπ. χεροπάν' από το ουσ. χέρι και το ουσ. πανί. Η λ. χεροπάνι απαντά στην λεξικογραφική παραγωγή του 19ου αι.
1. Χειροπετσέτα φαγητού
ό.π.τ.
2. Πετσέτα γενικώς
Τελμ.
:
Το μωρό φάσκιαζάμ' ντο με τα σ̑ορπάνια
(Το μωρό το φασκιώναμε με τις πετσέτες)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.