χειρόβολο
(ουσ. ουδ.)
χειρόβολο
[çiˈrovolo]
Αξ.
χερόβολο
[çeˈrovolo]
Μισθ.
χερόγ'λου
[çeˈroɣlu]
Μισθ.
σ̑ειρόβολο
[ʃiˈrovolo]
Φλογ.
Από το μεσν. ουσ. χειρόβολον. Ο τύπ. χερόβολο μεσν.
Δέσμη από σιτηρά κατά τον θερισμό
ό.π.τ.