χείλος
(ουσ. ουδ.)
χείλος
[ˈçilos]
Γούρδ., Σινασσ.
σ̑είλου
[ˈʃilu]
Μαλακ.
σ̑είλου
[ˈʃilu]
Μαλακ.
χείλι
[ˈçili]
Σινασσ.
σ̑είλι
[ˈʃili]
Αφσάρ., Σίλ., Φάρασ.
σούλ-λε
['sulle]
Ουλαγ.
χείλα
[ˈçila]
Αραβαν.
Πληθ.
χείλια
[ˈçiʎa]
Αραβαν., Σινασσ.
χείλη
[ˈçili]
Σινασσ.
σ̑είλια
[ˈʃiʎa]
Ανακ.
σ̑είλα
[ˈʃila]
Κίσκ., Φλογ.
ναχείλια
[ˈnaçiʎa]
Μισθ.
Θηλ.
ναχείλα
[ˈnaçila]
Αξ., Μισθ.
ναχ̇είλα
[ˈnaxila]
Μισθ.
Αρχ. ουσ. χεῖλος. Ο τύπ. χείλι μεσν. από τον πληθ. χείλη που λόγω ομοηχ. έδινε την εντύπωση εν. ουδ. σε -ι. Ο τύπ. ναχείλια από τύπ. αχείλια με ανάπτυξη προθετικού [a] και κατόπιν ανάπτυξη αρκτικού ν- ως αποτέλεσμα μετατόπισης των ορίων των προθημάτων λέξεων που λήγουν σε -ν. Οι τύπ. χείλα και ναχείλα με απουράνωση.
1. Xείλος του στόματος, καθεμιά από τις σαρκώδεις προεξοχές που περιβάλλουν το στόμα και που καλύπτονται από λεπτή, ρόδινη επιδερμίδα
ό.π.τ.
:
Απάνου σ̑είλι μ' πονεί
(Το επάνω χείλος μου πονεί)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Έdακις ντα ναχείλια μ'
(Δάγκωσες τα χείλια μου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Απανουνού μ' τα σ̑είλα
(Το άνω μου χείλος)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Nτέ τρώγω μήλα γιατσ̑ί μοιάζουμ πατισ̑αχιού κοριτσ̑ού τα μισ̑ίρια, νε κεράσ̑α γιατσ̑ί μοιάζουν τα χείλια τ’
(Δεν τρώω μήλα γιατί μοιάζουν με της κόρης του βασιλιά τα μάγουλα, ούτε κεράσια γιατί μοιάζουν με τα χείλια της)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Άλλα έχεις στα χείλη κι άλλα στην καρδιά
Σινασσ.
-Αρχέλ.
|| Ασμ.
Καλή μ' τα χείλια χίλια αξιάζει τα, τα μάτια δυο χιλιάδες
και το λιγνό της το κορμίν την Πόλιν αγοράζει ( (Η καλή μου τα χείλια της αξίζουν χίλια, τα μάτια της δυο χιλιάδες
και το λιγνό της το κορμί την Πόλη αγοράζει)) Σινασσ. -Αρχέλ. Τον έκλινε κι εφίλησε, τα σ̑είλια τ' γανωμένα (Έσκυψε και τον φίλησε, τα χείλια του ξεραμένα) Ανακ. -ΙΛΝΕ 374
και το λιγνό της το κορμίν την Πόλιν αγοράζει ( (Η καλή μου τα χείλια της αξίζουν χίλια, τα μάτια της δυο χιλιάδες
και το λιγνό της το κορμί την Πόλη αγοράζει)) Σινασσ. -Αρχέλ. Τον έκλινε κι εφίλησε, τα σ̑είλια τ' γανωμένα (Έσκυψε και τον φίλησε, τα χείλια του ξεραμένα) Ανακ. -ΙΛΝΕ 374
2. Το άκρο όπου καταλήγει ένα άνοιγμα
Σινασσ., Φλογ.
:
Ώς τα σ̑είλα τ' γιόμωσά το
(Το γέμισα ως τα χείλη)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Ασμ.
Εκεί σαν την επήγανε στου πεγαδιού τα χείλη,
έπιασαν και την έδεσαν με μαύρη αλυσίδα Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. ντουντάκι
έπιασαν και την έδεσαν με μαύρη αλυσίδα Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. ντουντάκι
3. Διάδρομος για να αερίζεται το τουντούρ
Ουλαγ.