χεκίμης
(ουσ. αρσ.)
χεκίμης
[çeˈcimis]
Αξ., Μισθ., Σεμέντρ., Σίλ., Φάρασ., Φλογ.
χ̇εκ͑ίμης
[xeˈkʰimis]
Φάρασ.
χεκίμ'
[çeˈcim]
Αξ., Τελμ., Τροχ., Φάρασ., Φλογ.
Πληθ.
χεκίμια
[çeˈcimɲa]
Αραβαν.
χεκέμιροι
[çeˈcemiri]
Σίλ.
Πληθ. Αιτ.
χεκιμιούς
[çeciˈmɲus]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. hekim = γιατρός.
Γιατρός
ό.π.τ.
:
Αν είσαι αστενάρ', ας φέρουμ' το χεκίμ
(Αν είσαι άρρωστος, ας φέρουμε τον γιατρό)
Τελμ.
-Dawk.
Πήγαν στο χεκίμ
(Πήγαν στον γιατρό)
Αξ.
-Dawk.
Παγαίν' σντό χεκίμη
(Πηγαίνει στο γιατρό)
Σεμέντρ.
-Στεφαν.
Ύστερα το παιδί γέννεν χεκίμης
(Ύστερα το παιδί έγινε γιατρός)
Φλογ.
-Dawk.
Εκεινά το χεκίμ τσ̑ίγιρdα το
(Φώναξε αυτόν τον γιατρό)
Φλογ.
-Dawk.
Άμε ντειχτήχ̑' 'ς το χ̇εκίμ
(Πήγαινε να σε δει ο γιατρός)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Περνάν' χ̇εκίμης, καλό χ̇εκίμης
(Περνά γιατρός, καλός γιατρός)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Έτρεξαν, ήφεραν χεκίμια
(Έτρεξαν, έφεραν γιατρούς)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Όσον ετούτα καλά χ̇εκιμν̑ούς ήφερα τα
(Τόσους καλούς γιατρούς τους έφερα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Πήγαν να λαλήσουν το χεκίμιζ
(Πήγαν να φωνάξουν το γιατρό)
Μισθ.
-Pernot.Gall.
Xεκέμιροι τα ιλάτζα ρεν μποίκασι τσαρέ, πέσανι
(Των γιατρών τα φάρμακα δεν έκαναν θεραπεία, πέθανε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.