ντοκτόρης
(ουσ. αρσ.)
ντοκτόρης
[doˈktoris]
Τροχ.
τ͑οχτόρης
[tʰοˈxtoris]
Κίσκ., Φάρασ.
τ͑οχτόρ
[tʰοˈxtor]
Φάρασ.
τοκτόρ'
[toˈktor]
Τροχ.
Πληθ.
ντοκτόρ'
[doˈktor]
Τσαρικ.
Από το τουρκ. ουσ. doktor = γιατρός, το οπ. από το γαλλ. docteur (< λατιν. doctor = δάσκαλος), όπου και διαλεκτ. τύπ. tohtor.