ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντοκτόρης (ουσ. αρσ.) ντοκτόρης [doˈktoris] Τροχ. ντοχτόρ [doʹxtor] Μισθ. τ͑οχτόρης [tʰοˈxtoris] Κίσκ., Τσουχούρ., Φάρασ. τ͑οχτόρ [tʰοˈxtor] Φάρασ. τοκτόρ' [toˈktor] Τροχ. Πληθ. ντοκτόρ' [doˈktor] Τσαρικ. Από το τουρκ. ουσ. doktor = γιατρός, το οπ. από το γαλλ. docteur (< λατιν. doctor = δάσκαλος), όπου και διαλεκτ. τύπ. tohtor.
Γιατρός ό.π.τ. : Πίταξαν μις σο Χαϊτζ̑ίνι σον τοχτόρη (μας έστειλαν στο Χαϊτζίνι στον γιατρό) Κίσκ. -Dawk. Ντοκτόρ' ντώκαν ντου χαμπάρ' (Οι γιατροί έκανα γνωστό) Τσαρικ. -Καραλ. Νε σον τοχτόρη παγάσα μι νε τίπους (Ούτε στον γιατρό δεν με πήγανε ούτε τίποτα) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Γερό ιντσάνους, ντοχτόρ ντε ξέριξαν (Γερός άνθρωπος, γιατρό δε χρειάστηκε να ξέρουν) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. γιατρός, χεκίμης
Τροποποιήθηκε: 05/10/2025