ντολαντιρτζής
(ουσ. αρσ.)
ντολαντιρτζής
[dolandirˈdzis]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. dolandırıcı = απατεώνας.
Δολοπλόκος, καταφερτζής
Τροποποιήθηκε: 12/06/2025