ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντολμάς (ουσ. αρσ.) ντολμά [dolˈma] Ανακ., Μαλακ., Μισθ., Σίλ. Πληθ. ντολμάδια [dolˈmaðʝa] Μαλακ. Aπό το τουρκ. ουσ. dolma = γεμιστός. Πβ. και νεότ. ουσ. δολμάς (Λεξ. Σομ.).
Το φαγητό ντολμάς, κρέας γεμιστό με ρύζι ό.π.τ. : || Φρ. Μηλιού ντολμάδες (Ντολμάδες μήλου˙ Είδος φαγητού, μήλα γεμιστά με ρύζι) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. φύλλο