ντολαμάς
(ουσ. αρσ.)
ντολαμάς
[dolaʹmas]
Σινασσ.
ντολαμά
[dolaˈma]
Ανακ., Αξ., Μαλακ., Σίλατ.
τολαμά
[tolaˈma]
Φλογ.
Πληθ.
ντολαμάδια
[dolaˈmaðʝa]
Μαλακ., Σίλατ.
Νεότ. ουσ. ντολαμάς και δολαμάς = είδος οθωμανικού ανδρικού εξωτερικού ενδύματος με πλούσια διακόσμηση (Λεξ. Σομ., Mackridge 2021: 86), το οπ. από το τουρκ. ουσ. dolama = α) πλεκτό γυναικείο φόρεμα β) παρανυχίδα, όπου και διαλεκτ. τύπ. tolama (TSS, λ. dolama II).
1. Μακρύ γυναικείο φόρεμα, ντουλαμάς
ό.π.τ.
:
Bγάλισ̑κεν το εdερί τ' και φόρ' νεν το τολαμά τ'
('Εβγαζε το αντερί της και φόραγε το ντουλαμά της)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
2. Η δερματική ασθένεια παρωνυχία, κοινώς τριγυρίστρα, η οποία προσβάλλει τα ακροδάκτυλα
ό.π.τ.