ντοκουντού
(ουσ. ουδ.)
τοκ͑ουντ͑ούς
[tokʰunˈtʰus]
Φάρασ.
Πληθ.
ντεκ͑ουνdούδια
[dekʰunˈduðʝa]
Ανακ.
Από το τουρκ. ουσ. döküntü (< παλ. τουρκ. tök-) = α) απομεινάρι, απόρριμα β) κατακάθι.
Συνήθως στον πληθ., απομεινάρια μαλλιού κατά την κουρά
ό.π.τ.