ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντολαντίζω (ρ.) ντολανdíζω [dolanˈdɯzo] Αξ., Αραβαν. τολανdίζω [tolanˈdizo] Σεμέντρ., Τσουχούρ., Φάρασ. ντολανdώ [dolanˈdo] Ανακ. ντολανdού [dolanˈdu] Ουλαγ. τολατώ [tolaˈto] Φλογ. Αόρ. τολάν'σα [toʹlansa] Φλογ. Από το τουρκ. ρ. dolanmak = α) περικυκλώνω β) περιτυλίγω γ) περιφέρομαι, όπου και διαλεκτ. τύπ. tolanmak.
1. Tυλίγω, περιτυλίγω Φάρασ., Φλογ. : Νουνά παίρισ̑κεν σα χέρα τ'νε τα τσόλια και τολάτανεν τα νύφης το κιφάλ' (Η κουμπάρα έπαιρνε στα χέρια της τα υφάσματα και τα τύλιγε στο κεφάλι της νύφης) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361
2. Περιτυλίγομαι, συστρέφομαι, μπερδεύομαι Ανακ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φλογ. : Τα μπαγουρσάχ̇ια ντολάντ'σαν (Τα άντερα συστράφηκαν, μπερδεύτηκαν, δηλ. έπαθε ειλεό) Ανακ. -Κωστ.Α. Ναίκας τα χέρα τα πουδάρα τολάϊσαν, άλλο δεν μπόρ'σεν να λαλήσ̑' (Τα χέρια και τα πόδια της γυναίκας μπερδεύτηκαν, δεν μπόρεσε να μιλήσει άλλο) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Το φίδι πήνι, τολάντσινι, τυλίχτηνι σο σιτίλι, 'ύρτσιν τα κούπα (Το φίδι πήγε, περιτυλίχθηκε, τυλίχθηκε στο καρδάρι, το αναποδογύρισε) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr.
3. Περιφέρομαι Αξ., Αραβαν., Ουλαγ., Σεμέντρ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φλογ. : Το χωριό όλο μπορείς να το ντολανdι̂́σεις (Το χωριό όλο μπορείς να το γυρίσεις) Αξ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Τολαντίζει, τολαντίζει, τζ̑ό πόρκινι να νάβρει τή θύρα νά μπεί 'πέσου (Γυρίζει γύρω γύρω, δεν μπορούσε να βρει την πόρτα να μπει μέσα) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Βασιλειός πούδερτα πήγεν ας πάμε να τολαντίσωμε ιμιά (Προς τα πού πήγε ο βασιλιάς, ας πάμε λίγο να τριγυρίσουμε, ενν. να τον βρούμε) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Τρία μέρες έρεται ντο ψυή, ντο χάε ντο τόπος ντολανdά (Για τρις μέρες έρχεται η ψυχή, τριγυρίζει στον τόπο όπου πέθανε) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ.