ντόμακα
(ουσ. θηλ.)
ντόμακα
[ˈdomaka]
Μισθ.
Πληθ.
ντόματσ̑ις
[ˈdomatʃis]
Μισθ.
ντόματες
[ˈdomates]
Αξ., Τροχ.
Από το ιταλ. ουσ. tomata, με ηχηροπ. του αρκτ. [t] πιθ. από επίδρ. του τουρκ. domates = ντομάτα, και με το τέρμα -κα πιθ. αναλογ. προς το ουσ. πάτακα.
Ντομάτα
:
Σ̑ηκώχα 'νταρά, πότ'σ̑α ντα ντόματσ̑ις
(Σηκώθηκα τώρα, πότισα τις ντομάτες)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Φά’ λίου ένα ντόμακα, φά' λίου κϋρί
(Φάε λίγη ντομάτα, φάε λίγο τυρί)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Και 'κείνο τι να φας; Ένα αλ’κό ψ̑άρ’ και ντόματες με τη σκόνη 'ντάμα
(Κι εκεί (στο χωράφι που δούλευες) τι να φας; Ένα παστό ψάρι και ντομάτες μαζί με την σκόνη)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
Τροποποιήθηκε: 19/10/2025