ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντόμακα (ουσ. θηλ.) ντόμακα [ˈdomaka] Μισθ. Πληθ. ντόματσ̑ις [ˈdomatʃis] Μισθ. ντόματες [ˈdomates] Αξ., Τροχ. Από το ιταλ. ουσ. tomata, με ηχηροπ. του αρκτ. [t] πιθ. από επίδρ. του τουρκ. domates = ντομάτα, και με το τέρμα -κα πιθ. αναλογ. προς το ουσ. πάτακα.
Ντομάτα : Σ̑ηκώχα 'νταρά, πότ'σ̑α ντα ντόματσ̑ις (Σηκώθηκα τώρα, πότισα τις ντομάτες) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Φά’ λίου ένα ντόμακα, φά' λίου κϋρί (Φάε λίγη ντομάτα, φάε λίγο τυρί) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Και 'κείνο τι να φας; Ένα αλ’κό ψ̑άρ’ και ντόματες με τη σκόνη 'ντάμα (Κι εκεί (στο χωράφι που δούλευες) τι να φας; Ένα παστό ψάρι και ντομάτες μαζί με την σκόνη) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555
Τροποποιήθηκε: 19/10/2025