ντονγκτίζω
(ρ.)
ντονgτίζω
[doŋgˈtizo]
Μαλακ.
ντονgτούζω
[doŋgˈduzo]
Αραβαν.
τονgτι-έου
[toŋgtiˈeu]
Φάρασ.
Αόρ.
τόνgσα
[ˈtoŋgsa]
Μαλακ.
ντότζισα
[ˈdodzisa]
Σίλ.
Από το τουρκ. ρ. donmak = (< παλαιότ. toŋmak) παγώνω, ξεπαγιάζω, όπου και διαλεκτ. τύπ. doŋmak και toŋmak.
Παγώνω, ξεπαγιάζω
ό.π.τ.
:
Μια κυριό ήτου τση νύχτα, ντότζισαμι οπ’ κυριό
(Έκανε ένα κρύο τη νύχτα, παγώσαμε από το κρύο)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
κουκουρώνω, λιλικιάζω :2, μπουιντίζω, παγουρώνω, παγώνω