ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντονγκτίζω (ρ.) ντονgτίζω [doŋgˈtizo] Αξ., Μαλακ. ντονgτούζω [doŋgˈduzo] Αραβαν. τονgτι-έου [toŋgtiˈeu] Φάρασ. Αόρ. ντόνg'σα [dongsa] Αξ., Μαλακ., Μισθ. ντόdζισα [ˈdodzisa] Σίλ. Από το τουρκ. ρ. donmak = (< παλαιότ. toŋmak) παγώνω, ξεπαγιάζω, όπου και διαλεκτ. τύπ. doŋmak και toŋmak.
Παγώνω, ξεπαγιάζω ό.π.τ. : Μιά κιρυό ήτου τση νύχτα, ντόdζισαμι οπ’ κιρυό (Έκανε ένα κρύο τη νύχτα, παγώσαμε από το κρύο) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Ντόνg'σαν δα πτάαρια τ', σέμαν σου παγωμένου δου λερό μέσα, χειμός για, ντόνg'σαν δα πτάαρια τ' (Πάγωσαν τα ποδάρια του, μπήκαν μέσα στο παγωμένο νερό, ήταν χειμώνας ντε, πάγωσαν τα ποδάρια του) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. κουκουρώνω, λιλικιάζω :2, μπουιντίζω, παγουρώνω, παγώνω :2
Τροποποιήθηκε: 20/08/2025