ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντονγκτίζω (ρ.) ντονgτίζω [doŋgˈtizo] Μαλακ. ντονgτούζω [doŋgˈduzo] Αραβαν. τονgτι-έου [toŋgtiˈeu] Φάρασ. Αόρ. τόνgσα [ˈtoŋgsa] Μαλακ. ντότζισα [ˈdodzisa] Σίλ. Από το τουρκ. ρ. donmak = (< παλαιότ. toŋmak) παγώνω, ξεπαγιάζω, όπου και διαλεκτ. τύπ. doŋmak και toŋmak.
Παγώνω, ξεπαγιάζω ό.π.τ. : Μια κυριό ήτου τση νύχτα, ντότζισαμι οπ’ κυριό (Έκανε ένα κρύο τη νύχτα, παγώσαμε από το κρύο) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. κουκουρώνω, λιλικιάζω :2, μπουιντίζω, παγουρώνω, παγώνω