ντουβάρι
(ουσ. ουδ.)
ντουβάρ'
[duˈvar]
Αξ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Τροχ.
τουβάρ'
[tuˈvar]
Ανακ., Τροχ., Φλογ.
Πληθ.
ντουβάρα
[duˈvara]
Μαλακ.
Νεότ. ουσ. ντουβάρι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. duvar = τοίχος,, όπου και διαλεκτ. τύπ. tuvar (THADS, λ. tuvar I).
Τοίχος
ό.π.τ.
:
Τα χτίνισκαν όλα τα τουβάρια με κουφέκια
(Όλους τους τοίχους τους έχτιζαν με ελαφρόπετρα)
Φλογ.
-ΚΜΣ-ΚΠ191
Παίρισκαμ ένα σαχάν αλεύρ’ και σάνισκαμ’ φεγγάρι σο τουβάρ', σταυρός, ανgελούϊα
(Παίρναμε ένα πιάτο αλεύρι και φτιάχναμε ένα φεγγάρι στον τοίχο, σταυρό, αγγελάκια)
Τροχ.
-Νίγδελ.Λ.
Τα κεριά κόλλανάμ' τα σο ντουβάρ'
(Τα κεριά τα κολλάγαμε στον τοίχο)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
Κρέμανέν το σο τουβάρ'
(Το κρέμαγε στον τοίχο)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Φρ.
Ντουβάρ' εσεγί
(Τοίχος του γαϊδάρου˙ Το παιχνίδι μακριά γαϊδούρα)
Αξ.
-Μαυροχ.
Συνών.
τοίχος