ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντουβάρι (ουσ. ουδ.) ντουβάρ' [duˈvar] Αξ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Τροχ. τουβάρ' [tuˈvar] Ανακ., Τροχ., Φλογ. Πληθ. ντουβάρα [duˈvara] Μαλακ. Νεότ. ουσ. ντουβάρι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. duvar = τοίχος,, όπου και διαλεκτ. τύπ. tuvar (THADS, λ. tuvar I).
Τοίχος ό.π.τ. : Τα χτίνισκαν όλα τα τουβάρια με κουφέκια (Όλους τους τοίχους τους έχτιζαν με ελαφρόπετρα) Φλογ. -ΚΜΣ-ΚΠ191 Παίρισκαμ ένα σαχάν αλεύρ’ και σάνισκαμ’ φεγγάρι σο τουβάρ', σταυρός, ανgελούϊα (Παίρναμε ένα πιάτο αλεύρι και φτιάχναμε ένα φεγγάρι στον τοίχο, σταυρό, αγγελάκια) Τροχ. -Νίγδελ.Λ. Τα κεριά κόλλανάμ' τα σο ντουβάρ' (Τα κεριά τα κολλάγαμε στον τοίχο) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 Κρέμανέν το σο τουβάρ' (Το κρέμαγε στον τοίχο) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 || Φρ. Ντουβάρ' εσεγί (Τοίχος του γαϊδάρου˙ Το παιχνίδι μακριά γαϊδούρα) Αξ. -Μαυροχ. Συνών. τοίχος