ντουβάρι
(ουσ. ουδ.)
ντουβάρ'
[duˈvar]
Αξ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Τροχ.
τ͑ουβάρ’
[thuˈvar]
Ανακ., Μισθ., Τροχ., Φερτάκ., Φλογ.
Πληθ.
ντουβάρα
[duˈvara]
Μαλακ.
τουβάρα
[tuʹvara]
Φλογ.
Νεότ. ουσ. ντουβάρι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. duvar = τοίχος, όπου και διαλεκτ. τύπ. tuvar (THADS, λ. tuvar I).
1. Τοίχος, ντουβάρι
ό.π.τ.
:
Τα χτίνισκαν όλα τα τουβάρια με κουφέκια
(Όλους τους τοίχους τους έχτιζαν με ελαφρόπετρα)
Φλογ.
-ΚΜΣ-ΚΠ191
Με τι το χτίνεις το τουβάρ', με τέρια;
(Με τι τον χτίζεις τον τοίχο, με πέτρες;)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Μάνα μ' κάνισκε το τσεζμέ σο τουβάρ’ κι ύστερα το μάζευε, το πέρναε σο χώστρα
(Η μάνα μου έφτιαχνε το στημόνι στον τοίχο, και ύστερα το μάζευε, το πέρναγε στον αργαλειό)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Παίρισκαμ' ένα σαχάν αλεύρ’ και σάνισκαμ’ φεγγάρι σο τουβάρ', σταυρός, ανgελούϊα
(Παίρναμε ένα πιάτο αλεύρι και φτιάχναμε ένα φεγγάρι στον τοίχο, σταυρό, αγγελάκια)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Τα κεριά κόλλανάμ' τα σο ντουβάρ'
(Τα κεριά τα κολλάγαμε στον τοίχο)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
Οταδιού το τουβάρ' ανοίγ' ένα τυρπί
(Ανοίγει μια τρύπα στον τοίχο του δωματίου)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Κρέμανέν το σο τουβάρ'
(Το κρέμαγε στον τοίχο)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Κουπάντσιν του τσουφάλι τ’ σου ντουβάρ’
(Κοπάνησε το κεφάλι του στον τοίχο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Τ’ Άι Γαρελεμιού μην αναβαίνεις σο τ͑ουβάρ’ τσ̑ι πορπατείς, γιαΐ ο τοίχος π͑ουρπαήσ’
(Του Αγίου Χαραλάμπου μην ανεβαίνεις στο ντουβάρι και περπατάς, γιατί (αυτήν την ημέρα) οι τοίχοι περπατάνε· πρόληψη)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Τα σερνικοί και τα παλληκάρα αναβαίν'νε χαβλουδιού τα τουβάρα απάνω
(Οι άνδρες και τα παλληκάρια ανεβαίνουν στους τοίχους της αυλής απάνω)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
|| Φρ.
Ντουβάρ' εσεγί
(Τοίχος του γαϊδάρου˙ Το παιχνίδι μακριά γαϊδούρα)
Αξ.
-Μαυροχ.
Συνών.
τοίχος
2. Μτφ., άνθρωπος ανόητος ή ακαλλιέργητος
Μισθ., Σινασσ.