ντόστης
(ουσ. αρσ.)
ντόστης
['dostis]
Φάρασ.
τόστης
['tostis]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Πληθ.
ντόστοι
[ʹdosti]
Φάρασ.
τόστοι
[ʹtosti]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. dost = φίλος. Η λ. και Πόντ.
1. Φίλος, σύντροφος
Φάρασ.
:
O ντόστης μου ο βασιλός ήνοιξε μουχαρεμπές τζ' 'ύρεψε 'ς τ’ εμένα γιαρντίμι
(Ο φίλος μου ο βασιλιάς άρχισε πόλεμο και ζήτησε από μένα βοήθεια)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Σα παλα̈́ τις χρόνοι, αν Αφσ̑αρώτ' είσ̑ιν αν τόστης Τούρκους σην Τσ̑αισάρα
(Στα παλιά τα χρόνια, ένας Αφσαριώτης είχε έναν φίλο Τούρκο στην Καισάρεια)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.Μ.
Οι Τούρτσ̑οι πααίνκανε σου τόστη τουνε το σπίτι
(Οι Τούρκοι πήγαιναν στο σπίτι του φίλου τους)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ε, τόστη, πώτ͑ς ’ενόσουν τζ̑αι ’νεστενάζεις τζ̑αι κάθεσαι;
(Ε, φίλε, τι έπαθες και αναστενάζεις συνεχώς;)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Έ ντόστη, άφτσε με τζαι μή με πνίξεις
(E φίλε, άφησέ με και μη με πνίξεις)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Τεμέκ, πω λέτε, ντόστοι;
(Λοιπόν, τι λέτε, σύντροφοι;)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Ερ να μη ήσαντε τόστοι πααίνκαν παρτσ̑εί τρώνκαν
(Αν δεν ήταν φίλοι, πήγαιναν παρακεί και έτρωγαν)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Σο μελμεκέτι ήτουνι δύου τόστοι, ο Γιώρκης τσ̑αι ο Βασίλ'
(Στην πατρίδα ήταν δύο φίλοι, ο Γιώργης και ο Βασίλης)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Σηκούσαν την Παρασκευή το πρωϊ, σωρεύκεν ο γαμπρός τις τόστοι του να υπάνε σα ξύα
(Σηκώνονταν την Παρασκευή το πρωί, μάζευε ο γαμπρός τους φίλους του να πάνε για ξύλα)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Φρ.
Τον ντόστη σου 'γάπα τα μο τα χούε του
(τον φίλο σου αγάπα με τα ελαττώματά του˙ πρέπει να αγαπάμε τον φίλο μας όπως είναι)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Παροιμ.
Τα 'πέσου το κόμμα σαμ' έν' εμωσμένο, έχω πουά τόστοι· σαμ' 'άν’dα γριτσ̑ήσουν του έν' μπεζό, κανείς τζ̑ο ρωτά με
(το μέσα κελλάρι σαν είναι γεμάτο, έχω πολλούς φίλους· σαν θα το ακούσουν ότι είναι άδειο, κανείς δε με ρωτά˙ για τους ανθρώπους που παριστάνουν τους φίλους μόνο όταν έχουν όφελος από αυτό)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
αγαπητικός :2, αρκαντάσης, γερένης :1