ντόστης
(ουσ. αρσ.)
ντόστης
['dostis]
Φάρασ.
τόστης
['tostis]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. dost = φίλος. Ο τύπ. τόστης Πόντ.
Φίλος, σύντροφος
Φάρασ.
:
Τεμέκ, πω λέτε, ντόστοι;
(Λοιπόν, τι λέτε, σύντροφοι;)
Φάρασ.
-Παπαδ.
O ντόστης μου ο βασιλός ήνοιξε μουχαρεμπές τζ' 'ύρεψε 'ς τ’ εμένα γιαρντίμι
(Ο φίλος μου ο βασιλιάς άρχισε πόλεμο και ζήτησε από μένα βοήθεια)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Σα παλα̈́ τις χρόνοι, αν Αφσ̑αρώτ' είσ̑ιν αν τόστης Τούρκους σην Τσ̑αισάρα
(Στα παλιά τα χρόνια, ένας Αφσαριώτης είχε έναν φίλο Τούρκο στην Καισάρεια)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.Μ.
|| Φρ.
Τον ντόστη σου 'γάπα τα μο τα χούε του
(τον φίλο σου αγάπα με τα ελαττώματά του˙ πρέπει να αγαπάμε τον φίλο μας όπως είναι)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Παροιμ.
Τα 'πέσου το κόμμα σαμ' έν' εμωσμένο, έχω πουά τόστοι· σαμ' 'άν’dα γριτσ̑ήσουν του έν' μπεζό, κανείς τζ̑ο ρωτά με
(το μέσα κελλάρι σαν είναι γεμάτο, έχω πολλούς φίλους· σαν θα το ακούσουν ότι είναι άδειο, κανείς δε με ρωτά˙ για τους ανθρώπους που παριστάνουν τους φίλους μόνο όταν έχουν όφελος από αυτό)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
αρκαντάσης, γερένης
β.
Οικείος
Φάρασ.
γ.
Φιλικός
Φάρασ.