αρκαντάσης
(ουσ. αρσ.)
αρκ͑αντάσ̑ης
[arkʰaˈdaʃis]
Σίλ.
αρχατάσ̑ης
[arhaˈtaʃis]
Φάρασ.
αρκ͑αdάσ̑ι̂
[arkʰaˈdaʃɯ]
Αραβαν.
αρκ͑αdάσ̑'
[arkʰaˈdaʃ]
Αξ., Γούρδ., Μισθ., Σίλατ., Φλογ.
αρχατάσ̑'
[arhaˈtaʃ]
Φάρασ.
αρχατάσ̑η
[arhaˈtaʃi]
Φάρασ.
αρχανdάση
[arxanˈdasi]
Σατ.
Πληθ.
αρχαdάσα
[arxaˈdasa]
Σεμέντρ.
Από το τουρκ. ουσ. arkadaş = φίλος, όπου και διαλεκτ. τύπ. arhadaş.
Φίλος, σύντροφος
ό.π.τ.
:
Έι αρκαdάσ̑α μ', εκεί το βραγύ εγιώ κειότον ινσάν' ογλούς
(Ε φίλοι μου, εκείνο το βράδυ εδώ ήταν ένας άνθρωπος)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ηύρεν το αρκαdάσ̑ι τ', κοιμότανε σο χασίρ' απάνω
(Βρήκε τον φίλο του, κοιμότανε πάνω στην ψάθα)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Ήτασ̑ι γυό νομάτσ̑οι· τούτσ̑οι ρυό τους 'εν̑ήκασ̑ι αρκαdάσ̑ηροι
(Ήταν δυό άνθρωποι· αυτοί οι δυό τους έγιναν σύντροφοι)
Σίλ.
-Dawk.JHS
Στέρου είχα τσ̑’ αν αρχανdάση ντάμα τσ̑’ αρχανdάση μου χάθη
(Ύστερα είχα κι ένα φίλο μου μαζί και ο φίλος μου χάθηκε)
Σατ.
-ΚΜΣ-ΚΠ388
|| Παροιμ.
Ασ' το αρκαdάσ̑ι̂ σ' μαραινίσ̑κουμ' τσ̑ις 'σαι εσ̑ύ
(Από τον φίλο σου μαθαίνουμε ποιος είσαι εσύ˙ Πες μου τον φίλο σου, να σου ποιος είσαι)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
αγαπητικός :2, γερένης, γιολντάσης, ντόστης