αρκούδι ( ουσ. ουδ.
)
αρκούδι
[arˈkuði]
Αφσάρ., Τελμ., Φάρασ.
'ρκούδι
[ˈrkuði]
Τσουχούρ., Φάρασ.
...
αρκουδίζω
(ρ.)
αρκουδίζω
[arkuˈðizo]
Σίλατ., Τελμ.
αρκουτίζω
[arkuˈtizo]
Μαλακ.
αρκουίζω
[arkuˈizo]
Αξ.
αρκουίζου
[arkuˈizu]
Μισθ.
αρκουδώ
[arkuˈðo]
Μισθ., Σίλατ., Σινασσ.
αρκουdώ
[arkuˈdo]
Αραβαν., Φερτάκ.
αρκουτώ
[arkuˈto]
Φλογ.
αρκουρώ
[arkuˈro]
Αραβαν., Γούρδ.
'ρκουδάω
[rkuˈðao]
Φάρασ.
Προστ.
αρκούισε
[arˈkuise]
Αξ.
Πληθ.
αρκουγίσετ'
[arkuˈʝiset]
Αξ.
Αόρ.
αρκούδ'σα
[arˈkuðsa]
Τελμ.
αρκούτ'σα
[arˈkutsa]
Μαλακ.
Από το μεσν. ρ. ἀρκουδίζω, το οπ. από το ουσ. αρκούδι και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Ο τύπ. αρκουδώ με μεταπλ. σε -ώ με βάση το θ. του αορ.
Κυρίως για βρέφη, περπατώ με χέρια και με πόδια, με τα τέσσερα, μπουσουλώ
ό.π.τ.
:
Αρκούδ'σεν με τέσσερα πράδια
(Μπουσούλισε με τέσσερα πόδια)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
To μαχτσούμι 'ρκουδά
(Το μωρό μπουσουλάει)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
'α 'ρκουδήσω σα γόνατά μου πάνω, να σου ποίκω τες μετενοίες
(Θα περπατήσω στα γόνατα, να σου κάνω μετάνοιες (προς άγιο))
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.