ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αρκουδίζω (ρ.) αρκουδίζω [arkuˈðizo] Σίλατ., Τελμ. αρκουτίζω [arkuˈtizo] Μαλακ. αρκουίζω [arkuˈizo] Αξ. αρκουίζου [arkuˈizu] Μισθ. αρκουδώ [arkuˈðo] Μισθ., Σίλατ., Σινασσ. αρκουdώ [arkuˈdo] Αραβαν., Φερτάκ. αρκουτώ [arkuˈto] Φλογ. αρκουρώ [arkuˈro] Αραβαν., Γούρδ. 'ρκουδάω [rkuˈðao] Φάρασ. Προστ. αρκούισε [arˈkuise] Αξ. Πληθ. αρκουγίσετ' [arkuˈʝiset] Αξ. Αόρ. αρκούδ'σα [arˈkuðsa] Τελμ. αρκούτ'σα [arˈkutsa] Μαλακ. Από το μεσν. ρ. ἀρκουδίζω, το οπ. από το ουσ. αρκούδι και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Ο τύπ. αρκουδώ με μεταπλ. σε με βάση το θ. του αορ.
Κυρίως για βρέφη, περπατώ με χέρια και με πόδια, με τα τέσσερα, μπουσουλώ ό.π.τ. : Αρκούδ'σεν με τέσσερα πράδια (Μπουσούλισε με τέσσερα πόδια) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. To μαχτσούμι 'ρκουδά (Το μωρό μπουσουλάει) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. 'α 'ρκουδήσω σα γόνατά μου πάνω, να σου ποίκω τες μετενοίες (Θα περπατήσω στα γόνατα, να σου κάνω μετάνοιες (προς άγιο)) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ.