αρκαλατίζω
(ρ.)
αρχαλατίζω
[arxalaˈtizo]
Φάρασ.
αρχαλατίζου
[arxalaˈtizu]
Φάρασ.
αρχαλατώ
[arxalaˈto]
Φάρασ.
Από τον αόρ. arkaladı του τουρκ. ρ. arkalamak = υποστηρίζω, όπου και διαλεκτ. τύπ. arhalamak.