αρκαλέτσι
(ουσ. ουδ.)
αρκαλέτσ̑'
[arkaˈletʃ]
Σίλατ., Φλογ.
αρκγαλέτσ̑'
[arkɣaˈletʃ]
Φλογ.
αρχαλέτσ̑'
[arxaˈletʃ]
Σινασσ.
αρχαλέτσ̑ι
[arxaˈletʃi]
Ανακ., Σίλατ.
χαλέτσ̑ι
[xaˈletʃi]
Ανακ.
Από το τουρκ. ουσ. arkaluc, όπου και τύπ. arḫaluç και arkalik = προσώμι αχθοφόρου. Πβ. ουσ. αρκαλίκι σε βόρ. ιδιώμ.
Χοντρό ύφασμα που κάλυπτε τον ώμο της γυναίκας για να ακουμπά η στάμνα όταν μετέφερε νερό, προσώμι που αποτελούσε μέρος της προίκας της νύφης
ό.π.τ.
:
Εκειά που βγάζισκαν τη νύφ' στο τσοσμά, με το χρυσοκεντημένο αρχαλέτσ̑' και το λαγήν' το πλουμισμένο
(Εκεί που έβγαζαν την νύφη στην βρύση, με το χρυσοκεντημένο προσώμι ακουμπιστήρι και το λαγήνι το στολισμένο)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Φόρ'νεν η νύφη το τρέσ̑' τ' αρκαλέτσ̑'-ι-τ' κι απάνω τ' δένισ̑κεν ένα λαγήν'
(Φορούσε η νύφη στην πλάτη το προσώμι κι απάνω του έδενε ένα λαγήνι)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Τώρις βάλ' τα αρχαλέτσ̑ι σ' και κουβάλησ' με το λαήν' νερό
(Τώρα βάλε το προσώμι σου και καουβάλησε νερό με το λαγήνι)
Σίλατ.
-Νίγδ.-Σταμ.
Πβ.
βαστάγι, λαγηνόραμμα