ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λαγηνόραμμα (ουσ. ουδ.) λαηνόραμμα [laiˈnorama] Ποτάμ. αηρόλαμμα [aiˈrolama] Σινασσ. Από τα ουσ. λαγήνι και ράμμα. Ο τύπ. αηρόλαμμα με μετάθ. υγρών.
Σχοινί ή ύφασμα με το οποίο οι γυναίκες έδεναν στον ώμο τις στάμνες μεταφοράς νερού Πβ. αρκαλέτσι, Συνών. βαστάγι
Τροποποιήθηκε: 28/04/2025