λαγηνόραμμα
(ουσ. ουδ.)
λαηνόραμμα
[laiˈnorama]
Ποτάμ.
αηρόλαμμα
[aiˈrolama]
Σινασσ.
Από τα ουσ. λαγήνι και ράμμα. Ο τύπ. αηρόλαμμα με μετάθ. υγρών.