λαβρουλαντίζω
(ρ.)
λαβρουλανdι̂́ζω
[lavrulanˈdɯzo]
Αξ.
Αόρ.
λαβρουλάν'σα
[lavruˈlansa]
Αξ.
λαβρουλαdι̂́ζω
[lavrulaˈdɯzo]
Αξ.
Από το ουσ. λάβρα και το παραγωγ. επίθμ. -λαντίζω.
Καίω από τον πυρετό
Συνών.
άφτω :1