λαγηνιώνα
(ουσ. θηλ.)
λαηνιώνα
[laiˈɲona]
Ανακ.
Από το ουσ. λαγήνι, όπου και τύπ. λαήνι, και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Επιτοίχιο λίθινο στήριγμα λαγηνιών, όπου αυτά στερεώνονταν επικλινώς ώστε να χύνεται εύκολα το νερό
Ανακ.
Συνών.
λαγηνοστάσι