ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λαγάπι (ουσ. ουδ.) λαγάπι [laˈɣapi] Σίλ. αλαγάπ' [alaˈɣap] Μισθ. λογάπ' [loˈɣap] Μαλακ. Από το τουρκ. ουσ. lâkap, όπου και διαλεκτ. τύπ. lağap = α) παρωνύμιο β) επώνυμο.
Παρωνύμιο, παρατσούκλι ό.π.τ. : Tατοιού ντου αλαγάπ' τσ̑είδι κλαντσ̑άρους (Του τάδε το παρατσούκλι είναι σκαραβαίος) Μισθ. -Κοτσαν. Αλαγάπια με χέκεις, 'στέρια ακούν' τα (Μη βγάζεις παρατσούκλια, μετά μαθαίνονται) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Παπακοσμάς είνι ντ' αλαγάπι τ'νι, ντ' ένι αλαγάπ', ένι επειδή τσ̑όουν παπάς (Παπακοσμάς είναι το παρατσούκλι τους, δεν είναι παρατσούκλι, είναι επειδή ήταν παπάς) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. παράνομα