λαγάπι
(ουσ. ουδ.)
λαγάπι
[laˈɣapi]
Σίλ.
αλαγάπ'
[alaˈɣap]
Μισθ.
λογάπ'
[loˈɣap]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. lâkap, όπου και διαλεκτ. τύπ. lağap = α) παρωνύμιο β) επώνυμο.
Παρωνύμιο, παρατσούκλι
ό.π.τ.
:
Tατοιού ντου αλαγάπ' τσ̑είδι κλαντσ̑άρους
(Του τάδε το παρατσούκλι είναι σκαραβαίος)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Αλαγάπια με χέκεις, 'στέρια ακούν' τα
(Μη βγάζεις παρατσούκλια, μετά μαθαίνονται)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Παπακοσμάς είνι ντ' αλαγάπι τ'νι, ντ' ένι αλαγάπ', ένι επειδή τσ̑όουν παπάς
(Παπακοσμάς είναι το παρατσούκλι τους, δεν είναι παρατσούκλι, είναι επειδή ήταν παπάς)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
παράνομα