λαγουμιτζής
(ουσ. αρσ.)
λαγουμιτζής
[laɣumiˈdzis]
Σινασσ.
Νεότ. ουσ. λαγουμιτζής (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. lağımcı = εργαζόμενος που καθαρίζει υπονόμους.
1. Σκαφέας λαγουμιών
2. Υδραυλικός
Σινασσ.