λαγουμιτζής
(ουσ. αρσ.)
λαγουμιτζής
[laɣumiˈdzis]
Σινασσ.
Νεότ. ουσ. λαγουμιτζής (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. lağımcı = εργαζόμενος που καθαρίζει υπονόμους.
1. Υδραυλικός
Σινασσ.
2. Σκαφέας λαγουμιών
Τροποποιήθηκε: 28/04/2025