λάημα
(ουσ. ουδ.)
λάημα
[ˈlaima]
Ουλαγ.
Από το ρ. λαχαίνω, όπου και τύπ. λαΐνω, και το παραγωγ. επίθμ. -(η)μα.
Άγγιγμα
Συνών.
έγγιμα