λαδερό
(ουσ. ουδ.)
λαδερό
[laðeˈro]
Γούρδ., Μαλακ., Σινασσ.
λαγερό
[laʝeˈro]
Αξ.
λαδερός
[laðeˈros]
Αραβαν.
λαdερός
[ladeˈros]
Αραβαν.
Νεότ. ουσ. λαδερό (Λεξ. Κριαρ., λ. λαδερός), το οπ. από το νεότ. επίθ. λαδερός με ουσιαστικοπ. Για τους τύπ. -ός βλ. Dawkins (1916: 105).