ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λαδερό (ουσ. ουδ.) λαδερό [laðeˈro] Γούρδ., Μαλακ., Σινασσ. λαγερό [laʝeˈro] Αξ. λαδερός [laðeˈros] Αραβαν. λαdερός [ladeˈros] Αραβαν. Νεότ. ουσ. λαδερό (Λεξ. Κριαρ., λ. λαδερός), το οπ. από το νεότ. επίθ. λαδερός με ουσιαστικοπ. Για τους τύπ. -ός βλ. Dawkins (1916: 105).
Πήλινο δοχείο λαδιού ό.π.τ. Συνών. λαδίκα, λαδιώνας :2
Τροποποιήθηκε: 11/12/2024