ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λαθύρι (ουσ. ουδ.) λαθύρι [laˈθiri] Σινασσ., Τσουχούρ. Από το μεσν. ουσ. λαθύριον, υποκορ. του αρχ. ουσ. λάθυρος. Η λ. και στους Δουκ. Σομ.
Είδος οσπρίου, σαν φάβα. ό.π.τ. : Χορτόης θερίσκαμι, τοπλατίνκαμι το φακούδι, τα ροβίθα, το λαθύρι, πααίνκαμι σο τουτούνι (Τον Ιούνιο θερίζαμε, μαζεύαμε τις φακές, τα ρεβίδια, την φάβα, πηγαίναμε στα καπνά) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr.