λαθύρι
(ουσ. ουδ.)
λαθύρι
[laˈθiri]
Σινασσ., Τσουχούρ.
Από το μεσν. ουσ. λαθύριον, υποκορ. του αρχ. ουσ. λάθυρος. Η λ. και στους Δουκ. Σομ.
Είδος οσπρίου, σαν φάβα.
ό.π.τ.
:
Χορτόης θερίσκαμι, τοπλατίνκαμι το φακούδι, τα ροβίθα, το λαθύρι, πααίνκαμι σο τουτούνι
(Τον Ιούνιο θερίζαμε, μαζεύαμε τις φακές, τα ρεβίδια, την φάβα, πηγαίναμε στα καπνά)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.