λακάνη
(ουσ. θηλ.)
λακάνη
[laˈkani]
Σίλ.
λακάνα
[laˈkana]
Ανακ., Μαλακ., Σινασσ., Φλογ.
Από το μεταγν. ουσ. λακάνη, τύπ. του αρχ. ουσ. λεκάνη. Η λ. Καλαβρ.
2. Μικρός λάκκος με λάσπη, όπου έπαιζαν τα παιδιά
Μαλακ.