ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λακάνη (ουσ. θηλ.) λακάνη [laˈkani] Σίλ. λακάνα [laˈkana] Ανακ., Μαλακ., Σινασσ., Φλογ. Από το μεταγν. ουσ. λακάνη, τύπ. του αρχ. ουσ. λεκάνη. Η λ. Καλαβρ.
1. Λεκάνη Ανακ., Σίλ., Σινασσ., Φλογ. Συνών. γουρνί, λεγένι
2. Μικρός λάκκος με λάσπη, όπου έπαιζαν τα παιδιά Μαλακ.