λαλάς
(ουσ. αρσ.)
λαλά
[laˈla]
Σίλ.
λαλέ
[laˈle]
Τσουχούρ.
Από το τουρκ. ουσ. lala = α) παιδαγωγός β) παλαιότ., προσφώνηση του σουλτάνου προς βεζίρη.
1. Παιδαγωγός
Σίλ.