ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λαμπάδα (ουσ. θηλ.) λαμbάδα [ˈlambaða] Σινασσ. λαμbάρα [ˈlambara] Σίλ. Από μεσν. ουσ. λαμπάδα (< αρχ. λαμπάς).
Λαμπάδα, μεγάλο κερί ό.π.τ. : Σέλ’ να τα λιώσουμι το κερί, να κονώσουμι κεριά λαμbάρες (Πρέπει να το λιώσουμε το κερί, να το χύσουμε σε κεριά και λαμπάδες) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Τσην ‘κλησία αντάισα ρυό λαμπάρες (Στην εκκλησία άναψα δυό λαμπάδες) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 || Ασμ. Κόμμα παρά κι αν έδωσες, χρυσή λαμbάδα μπρό σου
Κόμμα ρούχα κι αν έδωσες προστά σου θα το φέρουν
(Ένα νόμισμα κι αν έδωσες, χρυσή λαμπάδα μπρος σου
Ένα ρούχο κι αν έδωσες μπροστά σου θα το φέρουν)
Σινασσ. -Λεύκωμα
Συνών. μανάλι