ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λαπάκι (ουσ. ουδ.) λαπάκ' [laˈpak] Αξ. Πληθ. λαπάχια [laˈpaça] Σίλ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. lapak = χοντρή νιφάδα χιονιού (THADS, λ. lapak I).
1. Νιφάδα χιονιού ό.π.τ. Συνών. ζουλούπ :2, μπελίκι :4
2. Αναδιαπλασιαζόμενο ως επίρρ. για χιόνι, απαλά, με χοντρές νιφάδες ό.π.τ. : Λαπάχια λαπάχια κατεβάζ’ σ̑όνι (Ρίχνει χιόνι νιφάδες-νιφάδες) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6