λαπάκι
(ουσ. ουδ.)
λαπάκ'
[laˈpak]
Αξ.
Πληθ.
λαπάχια
[laˈpaça]
Σίλ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. lapak = χοντρή νιφάδα χιονιού (THADS, λ. lapak I).
2. Αναδιαπλασιαζόμενο ως επίρρ. για χιόνι, απαλά, με χοντρές νιφάδες
ό.π.τ.
:
Λαπάχια λαπάχια κατεβάζ’ σ̑όνι
(Ρίχνει χιόνι νιφάδες-νιφάδες)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6