λαφαζάνος
(επίθ.)
λαφαζάνος
[lafaˈzanos]
Φάρασ.
λαφαζάν
[lafaˈzan]
Φλογ.
Από το τουρκ. επίθ. lafazan = φλύαρος.
Φλύαρος, πολυλογάς
Συνών.
γκεβεζές, λαφτσής, μποσμπογάζι :1