λαφρά
(επίρρ.)
λαφρά
[laˈfra]
Μισθ., Φλογ.
Από το μεσν. επίρρ. ἐλαφρά, όπου και τύπ. λαφρά.
Ελαφρά
ό.π.τ.
:
Τρία φοράς λαφρά λαφρά με τοqούντουρα τ' φάιζεν θύρα
(Χτυπούσε τρεις φορές ελαφρά την πόρτα με το παπούτσι της)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
λαφρούκκα