λαφροσύνη
(ουσ. ουδ.)
λεφροσ̑ύν'
[lefroˈʃin]
Αξ.
Γεν.
λεφροσ̑υνιού
[lefroʃiˈɲu]
Αξ.
Από το επίθ. λαφρός, όπου και τύπ. 'λεφρό και το παραγωγ. επίθμ. -σύνη. Η λ. και Θράκ. Ποντ. (ΙΛΝΕ, λ. ἀλαφροσύνη).
Ελαφρότητα