ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λαφρούκκα (επίρρ.) 'αφρούκκα [aˈfruka] Φάρασ. Από το επίθ. λαφρύκκος και το παραγωγ. επίθμ. -α.
Με επανάληψη, σιγά-σιγά Φάρασ. : 'αφρούκκα 'αφρούκκα ο σ̑ειμός ερχούτουν (Σιγά σιγά ερχόταν ο χειμώνας) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Παροιμ. 'αφρούκκα 'αφρούκκα 'α νάρτει αν νταρός, τα ισάνε 'α κάτσουν σου φακουδού τη στσ̑άιδη (Σιγά σιγά θα έρθει ένας καιρός που οι άνθρωποι θα κάτσουν στης φακής τον ίσκιο˙ δυσοίωνη πρόβλεψη των γεροντότερων ότι η ανθρωπότητα θα αδυνατίσει και το φυτό της φακής θα φαντάζει δέντρο για τους ανθρώπους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. γιαβάς, λαφρά, Αντίθ βαριά