λάσιμο
(ουσ. ουδ.)
λάσ̑ιμο
[ˈlaʃimo]
Αξ., Τροχ., Φλογ.
λάσιμου
[ˈlasimu]
Μισθ.
λάμσ̑ιμο
[ˈlamʃimo]
Ανακ.
'άσιμο
[ˈasimo]
Φάρασ.
λάσιμα
[ˈlasima]
Μισθ.
λάσ̑ιμα
[ˈlaʃima]
Φλογ.
'άσιμα
[ˈasima]
Φάρασ.
Aπό το ρ. λάμνω και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο.
Όργωμα
ό.π.τ.
:
Τα Μπελέγια τα κούλτωσαμ’ 'σ' σο λάσ̑ιμο. Απ’ εκεί ορτά εμείς άλλο όργο δεν έχομε
(Τα Μπελέγια τα τελειώσαμε από όργωμα· μετά εμείς δεν έχουμε άλλη δουλειά)
Τροχ.
-ΚΜΣ-ΚΠ289
Απ' εδώ 'σ' το λάσ̑ιμο σ' πόσα γρούσ̑α qαζαντάς;
(Για αυτό το όργωμα που έκανες πόσα γρόσια ζητάς;)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Ήρταμ' να πάμ' σου λάσιμου μι ντα βόϊα, πήαμ' ντετσιού τσ̑ακώην ντ΄αλέτιρ
(Ετοιμαστήκαμε να πάμε στο όργωμα με τα βόδια, πήγαμε εκεί, έσπασε το αλέτρι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Πήρα 'ου τσ̑αντά μ' να πάου σκόλεια, για να μη πάου σου λάσιμου
(Πήρα την τσάντα μου να πάω στο σχολείο, για να μην πάω στο όργωμα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ότις 'α υπά σο ζευγάριν τζαι σ' 'άσιμο, 'ς ἔσ̑ει τζαι το γαγιαγούν του
(Όποιος πάει στο ζευγάρισμα και στο όργωμα, ας έχει και την έγνοια του)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Συνών.
αλέτρισμα, λάμνημα, τσίφτι, ύνιασμα