ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λαφρύκκος (επίθ.) 'αφρύκ-κο [aˈfrikko] Φάρασ. 'αφρύκ-κου [aˈfrikku] Φάρασ. Από τον τύπ. της Κοινής ν.ε. ελαφρύς του επίθ. ελαφρός και το υποκορ. επίθμ. -όκκο, με αποβολή του αρκτ. φων. και του μεσοφωνηεντικού [l].
1. Ελαφρός Συνών. λαφρός, Αντίθ βαρύς
2. Ελαφρόμυαλος Συνών. αβανάκος
3. Ως επίρρ., ελαφριά