λαφρύκκος
(επίθ.)
'αφρύκ-κο
[aˈfrikko]
Φάρασ.
'αφρύκ-κου
[aˈfrikku]
Φάρασ.
Από τον τύπ. της Κοινής ν.ε. ελαφρύς του επίθ. ελαφρός και το υποκορ. επίθμ. -όκκο, με αποβολή του αρκτ. φων. και του μεσοφωνηεντικού [l].
2. Ελαφρόμυαλος
Συνών.
αβανάκος
3. Ως επίρρ., ελαφριά