ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λαφρώνω (ρ.) λαφρώνου [laˈfronu] Σίλ. λεφρώνω [leˈfrono] Αραβαν., Γούρδ. Αόρ. λέφρυνα [ˈlefrina] Μισθ., Τσαρικ. Από το μεταγν. ρ. ἐλαφρόω-ῶ > μεσν. ἐλαφρώνω. Ο τύπ. λαφρώνω νεότ.
Ξελαφρώνω ό.π.τ. : λεφρύναμ’ λίου απ’ ντα χερίμαdα απ’ τα αλωνήμαδά (Ξελαφρώσαμε λίγο από τα θερίσματα, από τα αλωνίσματα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. λαφρυναίνω