λαφρώνω
(ρ.)
λαφρώνου
[laˈfronu]
Σίλ.
λεφρώνω
[leˈfrono]
Αραβαν., Γούρδ.
Από το μεταγν. ρ. ἐλαφρόω-ῶ > μεσν. ἐλαφρώνω. Ο τύπ. λαφρώνω νεότ.
Ελαφρώνω
ό.π.τ.